- δυσπρόσωπος
- δυσπρόσωποςof ill aspectmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπρόσωπος — δυσπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει αποκρουστική όψη … Dictionary of Greek
δυσπρόσωπον — δυσπρόσωπος of ill aspect masc/fem acc sg δυσπρόσωπος of ill aspect neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπροσώπους — δυσπρόσωπος of ill aspect masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπρόσωπα — δυσπρόσωπος of ill aspect neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek